κοίρανος

κοίρανος
Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Κλείτου και πατέρας του γνωστού Κορίνθιου μάντη Πολυείδη. 2. Καταγόταν από την Πάρο. Η παράδοση αναφέρει ότι αγόρασε στο Βυζάντιο όλα τα δελφίνια που είχαν πιαστεί στα δίχτυα και τα έριξε πάλι στη θάλασσα. Αργότερα, όταν κάποτε ταξίδευε με πλοίο και ναυάγησε μεταξύ Νάξου και Πάρου, ήταν ο μόνος που διασώθηκε, χάρη σε ένα δελφίνι. Το δελφίνι αυτό τον μετέφερε σε ένα σπήλαιο στη Σίκινο, που πήρε την ονομασία του από αυτόν (Κοιράνειο).
* * *
κοίρανος, ὁ, σπαν. και θηλ. (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αρχηγός σε πόλεμο ή σε ειρήνη («ἡγεμόνες Δαναῶν καὶ κοίρανοι ἦσαν», Ομ. Ιλ.)
2. κύριος, δεσπότης, άρχοντας («μηδὲ σύ γε ξείνων καὶ πτωχῶν κοίρανος εἶναι λυγρὸς ἐών», Ομ. Οδ.)
3. (στους Βοιωτούς) ο βασιλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κοίρανος εμφανίζει θ. κοιρο- ή κοιρα- < *κοῖρος ή *κοῖρα, αντιστοίχως, που σχηματίστηκαν από την ΙΕ ρίζα *koryo- «πόλεμος, στρατός» με επένθεση (πρβλ. γοτθ. harjis «στρατός», λιθουαν. karias, με την ίδια σημ., μέσο ιρλδ. cuire «ομάδα-στρατός»). Και τα δύο αυτά θέματα τής λ. κοίρανος απαντούν σε σπάνια ανθρωπωνύμια, όπως είναι τα Κοιρό-μαχος και Κοιρά-τᾱς < *Κοιρατᾱδᾶς. Το επίθημα -νος τής λ. απαντά και σε λ. άλλων γλωσσών (όχι μόνο ινδοευρωπαϊκών), με γενική σημ. «κυρίαρχος» (πρβλ. λατ. dominus αλλά και αρχ. σκανδ. herjann).
ΠΑΡ. αρχ. κοιρανήος, κοιρανία, κοιρανίδης, κοιρανικός, κοιρανώ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. επικοίρανος, παγκοίρανος, πολυκοίρανος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κοίρανος — king masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίρανος — king masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὐκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη εἷς κοίρανος ἔστω, εἷς βασιλεύς. — См. Самодержавие …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Κοιράνω — Κοίρανος king masc nom/voc/acc dual Κοίρανος king masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιράνω — κοίρανος king masc nom/voc/acc dual κοίρανος king masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοιρανοῦ — Κοιρανός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοιρανῶ — Κοιρανός masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοιρανῶν — Κοιρανός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοιράνοις — Κοίρανος king masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιράνοις — κοίρανος king masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”